Η Οικογένεια είναι κοινωνική ομάδα, η οποία λειτουργεί, τόσο σε ψυχολογικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, και μέσα στην οποία αναπτύσσονται διάφορες ψυχικές καταστάσεις. Πρόκειται για βιοκοινωνική ψυχολογική ομάδα και σύστημα με σταθερότητα, ενώ συνδέεται με την οργάνωση της προσωπικής και της κοινωνικής μας ζωής.
Στο πλαίσιο της οικογενειακής ομάδας, τα μέλη της αναπτύσσουν κοινές δραστηριότητες και βιώνουν συναισθήματα μεταξύ τους. Τα άτομα που ανήκουν σε μια οικογένεια βιώνουν χαρά, ενθουσιασμό, ματαίωση, λύπη, διάφορα συναισθήματα. Υπάρχει μεταξύ των μελών της οικογένειας αλληλεπίδραση και μια σχέση σταθερής αλληλεξάρτησης. Η ύπαρξη συγγενικών σχέσεων συνδέεται με το αίσθημα ασφάλειας, και η συγγενική σχέση, καθώς και η συναισθηματική σχέση, συμβάλλουν στη σταθερότητα της ομάδας της οικογένειας.
Τα μέλη της οικογένειας διαμορφώνουν την αντίληψη ότι ανήκουν σε κάποια ομάδα, της οποίας επιδιώκουν την κοινωνική αποδοχή. Η διατήρηση αυτής της σχέσης αλληλεξάρτησης ωστόσο παρεμποδίζει την ανεξαρτησία του κάθε ατόμου, έτσι ατομικό και συλλογικό στοιχείο δεν διαχωρίζονται ξεκάθαρα.Προσωπικά ζητήματα ενός ατόμου της οικογενειακής ομάδας επεκτείνονται συνεπώς, και απασχολούν και τα άλλα άτομα, και μπορεί να αγνοούνται έτσι οι ανάγκες κάποιων μελών, επιδιώκοντας την προσφορά σε ένα άτομο από την οικογένεια είτε στην οικογενειακή ομάδα συνολικά.
Το σύστημα της οικογένειας μεταβάλλεται, καθώς εξελίσσεται, και μπορεί να γίνονται επαναπροσδιορισμοί στις ενδο-οικογενειακές σχέσεις. Αφενός οι αλλαγές σε όλο το σύστημα της οικογένειας έχουν επιρροή σε κάθε άτομο της ομάδας, αφετέρου οι αλλαγές, οι οποίες αφορούν μεμονωμένα κάποιο άτομο έχουν επιρροή σε όλη την ομάδα της οικογένειας.
Κάτω από την επίδραση των αλλαγών που αφορούν ολόκληρη την οικογένεια είτε μεμονωμένα κάποιο μέλος της, και στο πλαίσιο των κοινωνικών παραγόντων, το σύστημα της οικογένειας επιτυγχάνει την ισορροπία του εξαιτίας της ομοιόστασης που εμφανίζει. Η ισορροπία είναι απόρροια της εστίασης στην επικοινωνία των μελών της οικογένειας.
Η αποτελεσματική λειτουργία της οικογένειας και η ανάπτυξη θετικών στοιχείων μέσα στην οικογένεια μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη εποικοδομητικών δραστηριοτήτων, καθώς και στην προαγωγή της δημιουργικότητας σε διάφορους τομείς της ζωής των μελών της οικογενειακής ομάδας. Η διατήρηση αρνητικών ωστόσο ενδο-οικογενειακών σχέσεων και οι δυσχέρειες στις διεργασίες της οικογένειας επιδρούν στα μέλη της αρνητικά, και συνδέονται συχνά με την εμφάνιση μειωμένων ψυχοκοινωνικών ικανοτήτων των ατόμων, καθώς και ψυχολογικών προβλημάτων είτε κοινωνικά απρόσφορων συμπεριφορών. Ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος της οικογένειας επηρεάζει θετικά ή αρνητικά όλα τα μέλη της οικογενειακής ομάδας.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Η λειτουργία της οικογένειας επηρεάζεται από τις κοινωνικές συνθήκες και επιδρά στους κοινωνικούς θεσμούς, δεδομένου ότι υπάρχει σταθερή σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης μεταξύ οικογένειας και κοινωνίας
Το κοινωνικό φαινόμενο του διαζυγίου προέρχεται από την αλληλεπίδραση διαφόρων μεταβλητών, ενώ είναι πολύ συχνό στο σύνολο των κοινωνικο-οικονομικών τάξεων. Αφενός μεν κάποιοι λόγοι αποτελούν τις αιτίες του διαζυγίου, όπως οι διαπροσωπικές μεταβλητές και οι αλλαγές στις αντιλήψεις των συζύγων, αφετέρου συγκεκριμένα στοιχεία καθιστούν ένα διαζύγιο πιο πιθανό, συνιστώντας τους "παράγοντες επικινδυνότητας".
Στο πλαίσιο ενός γάμου αναμένεται η επαρκής ανταπόκριση σε συναισθηματικές ανάγκες και ανάγκες της προσωπικότητας. Το ζευγάρι επιδιώκει την ανάπτυξη του αισθήματος ασφάλειας, την επίτευξη σταθερότητας, την καλλιέργεια σχέσης εμπιστοσύνης και την έκφραση αποδοχής, σε ένα πλαίσιο επικοινωνίας. Η ικανοποίηση των επιδιώξεων αυτών καταλήγει δυσχερής πλέον, δημιουργώντας δυσχέρειες στη σχέση των συζύγων. Στη σύγχρονη εποχή, η αποτυχία στην ανταπόκριση στις συναισθηματικές ανάγκες των συζύγων παρουσιάζεται σε μεγάλη συχνότητα, οδηγώντας σε αυξημένο αριθμό διαζυγίων.
Συχνή αιτία τερματισμού ενός γάμου είναι ο σοβαρός κλονισμός της σχέσης του ζευγαριού, στον οποίο εγκαθιδρύεται συναισθηματική απόσταση μεταξύ των συζύγων. Σε περιπτώσεις έκφρασης απόρριψης, εκδήλωσης αδιάφορης στάσης και συναισθηματικής απομάκρυνσης κάποιου συζύγου, δημιουργείται δυσαρέσκεια και απογοήτευση από τη σχέση.
Η εχθρότητα, που αναπτύσσεται μεταξύ του ζευγαριου, μπορεί να συμβάλλει στον κλονισμό της συζυγικής σχέσης, καθώς το ζευγάρι αναλώνεται σε συνεχείς διαφωνίες και συγκρούσεις, οι οποίες συχνά οδηγούν στο διαζύγιο. Η μεγάλη ένταση των συγκρούσεων για διάφορα θέματα διαμορφώνει συνθήκες δυσαρέσκειας και αναστάτωσης.
Παράγοντες που δυσχεραίνουν τη συζυγική σχέση, οδηγώντας σε ρήξη, είναι η απουσία εμπιστοσύνης, η απουσία σεβασμού, που δημιουργεί συναισθήματα καταπίεσης, η ανταγωνιστική συμπεριφορά, η ύπαρξη ανασφάλειας, η απουσία στήριξης,η απουσία κατανόησης. Σε κάποιες περιπτώσεις, η ευθύνη για τις δυσχέρειες στη συζυγική σχέση αποδίδονται από τον ένα σύζυγο στον άλλο, τροφοδοτώντας έτσι τα αρνητικά συναισθήματα και τη συζυγική σύγκρουση.
Σε πολλές περιπτώσεις, αιτία ενός διαζυγίου συνιστά η ασυμφωνία χαρακτήρων, η οποία προκαλεί συγκρούσεις. Η ομαλή συνύπαρξη του ζευγαριού ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό από τη συμφωνία όσον αφορά κοινά ενδιαφέροντα. Η επιμονή σε απαιτήσεις, προκειμένου την επίτευξη αλλαγών στον άλλο σύζυγο αναπτύσσει δυσάρεστα συναισθήματα, υπονομεύοντας τη διαπροσωπική σχέση του ζευγαριού.
Στη λειτουργικότητα της συζυγικής σχέσης επιδρά αρνητικά η δυσχέρεια στην επικοινωνία του ζευγαριού, καθώς στο πλαίσιο της επικοινωνίας των συζύγων δεν ανιχνεύονται οι σκέψεις και τα συναισθήματα του καθένα. Η ύπαρξη μη αποτελεσματικής επικοινωνίας συνδέεται με τη διατήρηση αρνητικών συναισθημάτων των συζύγων και οι σύζυγοι έχουν ασυμφωνία και δυσχέρεια στην εκπλήρωση των στόχων, που είναι κοινοί.
Συχνή είναι η ρήξη της συζυγικής σχέσης εξαιτίας κακοποίησης, που μπορεί να είναι σωματική ή συναισθηματική. Η λήψη της απόφασης για τον τερματισμό του γάμου από την πλευρά των γυναικών καθίσταται πλέον πολύ εύκολη, δεδομένου ότι οι γυναίκες διαθέτουν οικονομική ανεξαρτησία και η επιβίωση δεν αποτελεί το σκοπό του γάμου. Κατά τη διερεύνηση των αιτιών του χωρισμού, η ύπαρξη σωματικής βίας επισημαίνεται συχνότερα από τις γυναίκες, ενώ περιορίζεται αντιθέτως από τους άντρες.
Αναφορικά με τη συμπεριφορά των συζύγων κατά το γάμο, στο διαζύγιο μπορεί να οδηγήσουν επίσης η κατανάλωση αλκοόλ, που συχνά προηγείται της εκδήλωσης επιθετικής συμπεριφοράς, η χρήση ναρκωτικών ουσιών, η χαρτοπαιξία.
Η καθημερινότητα, η επανάληψη δραστηριοτήτων ρουτίνας, η προβλεψιμότητα της συμπεριφοράς του κάθε συζύγου μπορεί να προκαλέσουν μονοτονία, που ενδεχομένως να οδηγήσει σε διαζύγιο, σύγκρουση ή απιστία. Η απιστία επιλέγεται από τον ένα ή και από τους δύο συζύγους, στην περίπτωση προβλημάτων στην έγγαμο σχέση. Η δημιουργία εξωσυζυγικής σχέσης από την πλευρά της γυναίκας αναγνωρίζεται συχνά ως αιτία διαζυγίου και από τους δύο συζύγους.
Το διαζύγιο μπορεί να προκύψει λόγω κάποιου σοβαρού οικογενειακού προβλήματος ή τραυματικού γεγονότος, είτε εξαιτίας προβλημάτων υγείας. Ο τερματισμός της έγγαμου σχέσης μπορεί να έπεται του θανάτου ενός παιδιού, είτε της διαπίστωσης της ύπαρξης ειδικών αναγκών στο παιδί, είτε της εμφάνισης νόσου στον ένα σύζυγο, σε περίπτωση όπου κάτι τέτοιο διαταράσσει την οικογένεια. Σε κάποιες περιπτώσεις το διαζύγιο έπεται κάποιας σοβαρής οικονομικής κρίσης.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Η αυτονομία και η αποδοχή του εαυτού του ατόμου συμβάλλουν στη δημιουργία μιας σταθερής σχέσης, η οποία και αποτελεί συνιστώσα μιας σταθερής έγγαμης συμβίωσης. Η δημιουργία της συζυγικής σχέσης σε μικρές ηλικίες, πριν την ανάπτυξη της αυτογνωσίας και της αυτοπεποίθησης των μελών της σχέσης, σχετίζεται με την πιθανότητα χωρισμού περισσότερο, σε σύγκριση με το γάμο σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Ο χρόνος διάρκειας ενός γάμου συνδέεται επίσης με την πιθανότητα διαζυγίου. Τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στην Ευρώπη, η μικρή διάρκεια του γάμου σχετίζεται με το διαζύγιο, καθώς πολύ γρήγορα γίνεται κατανοητό από τους συζύγους ότι ο γάμος δεν έχει πετύχει. Κι ενώ τα ζευγάρια χωρίζουν συνήθως πριν τα 5 χρόνια γάμου, κάποιες φορές ο χωρισμός γίνεται μετά την πάροδο πολλών ετών, όταν πλέον είναι σε μεγάλη ηλικία τα παιδιά.
Η διαβίωση σε αστικό περιβάλλον συνδέεται με το διαζύγιο σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τη ζωή σε αγροτικό πλαίσιο. Οι διαφορές που εντοπίζονται μεταξύ του αστικού τρόπου ζωής και του αγροτικού βίου όσον αφορά την οικογενειακή ζωή είναι μεγάλες και σχετίζονται με τη διατήρηση ενός γάμου.
Η δομή της οικογένειας προσδιορίζεται επιπλέον από το μορφωτικό επίπεδο του ζευγαριού. Το χαμηλό μορφωτικό και το χαμηλό οικονομικό επίπεδο των συζύγων αποτελούν παράγοντες που έχουν σχέση με την αύξηση του αριθμού των διαζυγίων. Οι απαιτήσεις της καθημερινότητας και τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα ευνοούν τη δημιουργία συναισθηματικών προβλημάτων, παρεμποδίζοντας συγχρόνως τα θετικά συναισθήματα και τη χαρά των συζύγων. Οι σύζυγοι, που έχουν ολοκληρώσει ανώτερες σπουδές, συνήθως διαμορφώνουν δεσμούς ισότητας.
Η ισότητα της γυναίκας με το σύζυγό της δυσχεραίνεται σε περιπτώσεις συζύγων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και μη επαγγελματικής απασχόλησης των γυναικών, γεγονός που ενδεχομένως τοποθετεί τη γυναίκα σε μειονεκτική θέση. Η ανεξαρτησία των γυναικών απαιτεί την επαγγελματική απασχόλησή τους, η οποία αναπτύσσει ισότιμους ρόλους του ζευγαριού. Το ανώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο των γυναικών, καθώς και το υψηλότερο εισόδημά τους, που υπερβαίνει το εισόδημα του συζύγου, αυξάνουν ωστόσο τις πιθανότητες ενός διαζυγίου.
Η τάση για τον τερματισμό του γάμου μπορεί να μειωθεί λόγω της διατήρησης θρησκευτικών πεποιθήσεων, που δε συνάδουν με ένα διαζύγιο. Η πίστη καθώς και η συμμετοχή του ατόμου σε θρησκευτικές εκδηλώσεις είναι δυνατό να αποτρέψουν ένα διαζύγιο, προάγοντας τη διατήρηση του γάμου.
Η πραγματοποίηση αλλαγών σε κοινωνικό, οικονομικό και δημογραφικό επίπεδο έχει μεταβάλλει τη δομή της σύγχρονης οικογένειας, αλλάζοντας συγχρόνως τις αντιλήψεις των ατόμων, τόσο για την οικογένεια ως θεσμό, όσο και για το διαζύγιο. Στη σύγχρονη ζωή, αποκλειστική μορφή της οικογένειας δεν είναι η συμβατική παραδοσιακή οικογένεια. Διαπιστώνεται ολοένα και περισσότερο η εμφάνιση και άλλων μη συμβατικών οικογενειακών μορφών, που είναι η γέννηση παιδιών δίχως γάμο, οι οικογένειες που αποτελούνται από έναν μόνο γονέα, οι οικογένειες που διαμορφώνονται από έναν δεύτερο ή και τρίτο γάμο, τα ζευγάρια δίχως παιδιά, οι άνθρωποι που ακολουθούν τη ζωή δίχως συντροφικότητα. Οι κοινωνικές μεταβολές είναι μεγάλες και ασφαλώς συνδέονται με το διαζύγιο. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις που διατηρούνται πλέον, η επιβίωση, η ανταπόκριση σε προσωπικές ανάγκες και η απόκτηση παιδιών δεν προέρχονται από το γάμο, ενώ έχει μειωθεί ο αριθμός παιδιών που γεννιούνται εντός γάμου, συγχρόνως με τη μείωση των γάμων που γίνονται. Τα διαζύγια είναι περισσότερα, καθώς έχουν αλλάξει οι αντιλήψεις όσον αφορά το διαζύγιο, που αντιμετωπίζεται πλέον διαφορετικά.
Στη χώρα μας, με τις αλλαγές που συντελούνται σε κοινωνικό επίπεδο, παρατηρείται η αλλαγή της παραδοσιακής, μεγάλης οικογένειας σε πυρηνική οικογένεια, της οποίας επίκεντρο είναι το παιδί. Στο πλαίσιο της παραδοσιακής μεγάλης οικογένειας, η επιβίωση αποτελούσε το σκοπό των μελών μιας οικογένειας, που συνεπώς παρέμενε ενωμένη, με συντονισμό στις σκέψεις, τους στόχους και τις δράσεις των μελών της. Στη νέα μορφή οικογένειας ωστόσο, η απομάκρυνση των παιδιών από το σπίτι, αφού μεγαλώσουν, φέρνει στο προσκήνιο την απομάκρυνση του ζευγαριού. Ο θεσμός της οικογένειας περνάει κρίση, η οποία προέρχεται από τη μεταβολή στους ρόλους και τους σκοπούς των μελών της οικογένειας, συνεπώς τα διαζύγια είναι περισσότερα.
Συγχρόνως παρουσιάζεται μεταβολή στις πολιτισμικές αξίες, καθώς επικρατεί η ατομικότητα, έναντι της συλλογικότητας, στο πλαίσιο του αστικού τρόπου ζωής, και τα άτομα αποβλέπουν περισσότερο στην κάλυψη προσωπικών τους αναγκών μέσω των σχέσεων με άλλους. Οι σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας δεν θεωρούνται τόσο σημαντικές, κι ενώ κάποιες αξίες χάνονται, δεν αντικαθίστανται από άλλες. Η έγγαμος συμβίωση είναι πολύ πιθανό να διακοπεί όταν στοχεύουμε στην επιτυχία με κάθε μέσο, στη συλλογή υλικών απολαύσεων, στη διασκέδαση, αξίες που δε συνδυάζονται με τη λύση των προβλημάτων του γάμου.
Σε αντίθεση με τη σαφήνεια των ρόλων στην παραδοσιακή εκτεταμένη οικογένεια, οι ρόλοι των μελών της πυρηνικής οικογένειας παραμένουν ασαφείς, ενώ οι σύζυγοι εμπλέκονται σε διαφωνίες μεταξύ τους όσον αφορά τους ρόλους τους. Οι σύζυγοι είναι μπερδεμένοι αναφορικά με τους ρόλους τους μέσα στην οικογένεια, έχουν μειωμένη αυτοεκτίμηση, και εστιάζουν σε προσωπικές τους ανάγκες, οι οποίες δεν είναι εύκολο να ικανοποιηθούν, άλλωστε η απομόνωση της οικογένειας από την κοινωνία την επιβαρρύνει με την ευθύνη της ικανοποίησης μέσω των σχέσεων των μελών της.
Η συζυγική σχέση απειλείται από καταστάσεις, όπως η ύπαρξη παιδιών από προηγούμενο γάμο, η αδυναμία απόκτησης παιδιών, το διαζύγιο των γονέων των συζύγων, τα προβλήματα της καθημερινής συμβίωσης. Σε έναν κόσμο πολλών δυνατοτήτων επιλογών συχνά δυσχεραίνεται η επιλογή των αναγκών μας, ενώ η επιλογή συζύγου πολλές φορές γίνεται χωρίς προσοχή. Κι ενώ παρουσιάζονται τόσες επιλογές και διάφορες εναλλακτικές, κάνοντας το δρόμο για το διαζύγιο ευκολότερο, η θεσμική στήριξη των ατόμων που χωρίζουν ενισχύεται, κάνοντας περισσότερο δελεαστική την επιλογή του διαζυγίου. Αφενός οι γυναίκες έχουν οικονομική αυτονομία, αξιοποιούν τις δυνατότητες των κοινωνικών παροχών και δεν αντιμετωπίζονται πλέον μειονεκτικά λόγω ενός διαζυγίου, συνεπώς προβαίνουν με μεγαλύτερη ευκολία σε χωρισμό, αφετέρου οι άντρες αντικαθιστούν μέρος των παροχών του γάμου έναντι χρημάτων.
Ο τερματισμός ενός γάμου καθίσταται πιο απλός εξαιτίας του νομοθετικού πλαισίου για το διαζύγιο. Η ισχύουσα νομοθεσία απαλλάσσει τους συζύγους από τη διαδικασία παροχής αποδείξεων όσον αφορά την ευθύνη του άλλου συζύγου για τον χωρισμό. Το συναινετικό διαζύγιο, απαιτώντας τη συμφωνία των συζύγων και κοινή αίτηση για χωρισμό, απλοποίησε σε μεγάλο βαθμό τη διαδικασία έκδοσης διαζυγίου καθώς και τη λήψη της απόφασης για διαζύγιο.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Στο πλαίσιο της οικογενειακής ομάδας υπάρχει ανάληψη συγκεκριμένων ρόλων, οι οποίοι θα πρέπει να είναι κατανοητοί από τα μέλη της οικογένειας, και οι οποίοι μάλιστα σχετίζονται μεταξύ τους. Η επίγνωση του συγκεκριμένου ρόλου που αντιστοιχεί στον καθένα σημαίνει γνώση για τις προσδοκίες που υπάρχουν όσον αφορά τη συμπεριφορά κάθε ατόμου εντός της οικογένειας, καθώς και κατανόηση των προσδοκιών που έχει το κοινωνικό σύνολο για τη συμπεριφορά του ατόμου μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον.
Ο καθορισμός των ρόλων των ατόμων που ανήκουν σε μία οικογένεια διαμορφώνεται με βάση τις επιρροές του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου της οικογένειας. Σε κάθε μέλος της οικογενειακής ομάδας αντιστοιχεί ένας ρόλος, ο οποίος κατανέμεται, σε συνάρτηση με τους κοινωνικούς θεσμούς και τη δομή της κοινωνίας.
Δεδομένου ότι η οικογένεια υφίσταται συνεχείς επιρροές από το κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο βρίσκεται, στις οποίες μάλιστα και προσαρμόζεται, καθώς έχει ευελιξία, παρατηρούνται αλλαγές με το πέρασμα των χρόνων στους ρόλους που κατανέμονται μέσα στην οικογένεια. Έτσι, οι ρόλοι των μελών της οικογένειας μεταβάλλονται και οι αλλαγές αυτές έχουν σχέση και με την ηλικία των ατόμων.
Οι διάφοροι ρόλοι που διαμορφώνονται στην οικογένεια συνδέονται μεταξύ τους, και μάλιστα έχουν σχέση αλληλεξάρτησης. Από τους ρόλους αυτούς προσδιορίζονται οι σχέσεις ανάμεσα στα άτομα μέσα στην οικογένεια, και διασφαλίζεται ο θετικός τρόπος λειτουργίας της οικογένειας, προάγοντας έτσι και την προσέγγιση σκοπών της κοινωνίας. Έτσι, καθορίζοντας με σαφήνεια και έχοντας επίγνωση των ρόλων των γονέων, και επιπλέον, ενισχύοντας επαρκώς και κατανοητά τα παιδιά στην ανάληψη του ρόλου τους, μπορούμε να συμβάλλουμε στην εποικοδομητική λειτουργία της οικογενειακής ομάδας. Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνουμε τη διαφύλαξη της ενότητας των μελών της οικογένειας, αποτρέποντας τη σύγχυση ρόλων.