Η Ψυχαναλυτική θεωρία ιδρύθηκε από τον S.Freud, και αναγνωρίζει τον απόλυτο έλεγχο της συμπεριφοράς του ανθρώπου από τα ένστικτα ζωής και θανάτου, γι'αυτό και αποκαλείται επίσης "προκαθοριστική" ή "ντετερμινιστική". Τα ένστικτα αυτά αποτελούν, σύμφωνα με τη θεωρία, βασικά χαρακτηριστικά της ψυχικής συσκευής του ανθρώπου, ενώ η μεταξύ τους σύγκρουση οδηγεί τελικά στη συμπεριφορά του ανθρώπου.
Αφενός μεν το ένστικτο της ζωής αποτελεί την ψυχική ενέργεια, η οποία εμπεριέχει τη σεξουαλική ορμή, και την ενέργεια προς την ηδονή. Το ένστικτο αυτό αποτελεί την πηγή που κινητοποιεί την ψυχική συσκευή και που οδηγεί σε δημιουργία, συνιστώντας άρα πηγή ζωής. Η ενέργεια, η οποία δημιουργείται και καταναλώνεται, στο πλαίσιο της ενστικτικής σεξουαλικής διεργασίας, αποκαλείται στην ψυχαναλυτική θεωρία libido.
Από την άλλη πλευρά το ένστικτο του θανάτου οδηγεί σε αυτοκαταστροφική και επιθετική συμπεριφορά, ενώ η ενεργοποίησή του προέρχεται από αισθήματα ματαίωσης. Στο ενδεχόμενο όπου το ένστικτο αυτό υπερισχύει, είναι δυνατή η διάλυση της ψυχικής συσκευής.
Σύμφωνα με τη θεωρία της Ψυχανάλυσης, η σύνδεση ανάμεσα στην ψυχική ενέργεια και το αντικείμενο, το οποίο την απορροφά και ικανοποιεί τα ανθρώπινα ένστικτα, λέγεται "κάθεξη" ή "επένδυση".
Κατά τις αναθεωρημένες θέσεις του S. Freud, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν προέρχεται από τη σύγκρουση ανάμεσα στα ένστικτα, αποδίδεται όμως στην άμυνα του Εγώ απέναντι στα ένστικτα. Η συμπεριφορά προέρχεται από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στα 3 μέρη, στα οποία συνίσταται το ψυχικό όργανο.
1.Το Εκείνο είναι ασυνείδητο και έμφυτο, και προσανατολίζεται διαρκώς προς την επιδίωξη ηδονής και την αποφυγή πόνου. Σε αυτό εμπεριέχονται τα ένστικτα, τα κίνητρα, και όσα σχετίζονται με βιολογικές ανάγκες. Η ενεργοποίηση βιολογικών αναγκών γίνεται από εξωτερικά ερεθίσματα, ενώ διάφοροι μηχανισμοί καταπολεμούν όσα αναστέλλουν την ικανοποίηση επιθυμιών. Στην "φαντασιωσική πλήρωση της επιθυμίας", δημιουργούνται ασυνείδητες, φαντασιωσικές ικανοποιήσεις μέσω της μνήμης, για επιθυμίες που δεν ικανοποιούνται από το Εκείνο. Έτσι, αναπτύσσονται νοητικές αναπαραστάσεις της επιθυμίας, δίχως τη διαμεσολάβηση της λογικής. Ο μηχανισμός αυτός διαπιστώνεται στις παραδρομές κατά την ομιλία, στη λειτουργία της φαντασίας, στα όνειρα, ενώ στα παιδιά ανιχνεύεται στο παιχνίδι, και στους ασθενείς με ψύχωση, στις ψευδαισθήσεις.
2.Το Εγώ είναι μεταξύ των επιθυμιών του ανθρώπου από τη μια πλευρά, και της κοινωνίας από την άλλη, που δεν αποδέχεται κάποιες επιθυμίες είτε τον τρόπο εκδήλωσής τους. Αποτελεί το λογικό μέρος του ψυχικού οργάνου, που διαμορφώνεται από το περιεχόμενο του Εκείνο, με τη διαμεσολάβηση των εμπειριών. Το Εγώ λειτουργεί, τόσο συνειδητά, μέσα από την αντίληψη και τις νοητικές διεργασίες, όσο και ασυνείδητα, μέσω των μηχανισμών άμυνας, οι οποίοι το ενισχύουν.
3.Το Υπερεγώ είναι το κοινωνικό και ηθικό μέρος του ψυχικού οργάνου. Επενεργεί στο Εγώ - όπως επίσης και το Εκείνο επενεργεί στο Εγώ. Τα πρέπει του Υπερεγώ ρυθμίζονται από το Εγώ. Στο Υπερεγώ περιλαμβάνονται οι ηθικές-κοινωνικές αξίες του κοινωνικού περιβάλλοντος, και οι αξίες, που όταν δεν ακολουθούνται, δημιουργούν αίσθημα ενοχής. Όσα εντάσσονται στο Υπερεγώ πηγάζουν από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον, ενώ αποτελούν πρέπει, κανόνες και απαγορεύσεις, που έχουν αναγνωριστεί από το Εγώ. Το Υπερεγώ είναι συνειδητό, καθώς και ασυνείδητο.
Η εμφάνιση ψυχοπαθολογίας, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση, πηγάζει από την παιδική ηλικία, και μάλιστα την περίοδο δόμησης της προσωπικότητας, στα 5-6 χρόνια, όπου και μετατρέπεται κάποιο τμήμα του Εκείνο σε Εγώ. Η ισχύς του Εγώ, η οποία έγκειται στον βαθμό αποτελεσματικότητας του συνδυασμού των επιθυμιών του Εκείνο με τις κοινωνικές επιταγές του Υπερεγώ, εξαρτάται από τις εμπειρίες των συγκεκριμένων χρόνων της παιδικής ηλικίας. Η ανεπάρκεια του Εγώ στην εξισορρόπηση ανάμεσα σε όσα περιλαμβάνει το Εκείνο και όσα επιβάλλει το Υπερεγώ οδηγεί στην ανάπτυξη νευρώσεων και ψυχώσεων. Η σύγκρουση ανάμεσα στο Υπερεγώ και το Εγώ προκαλεί το αίσθημα ενοχής, το οποίο συνδέεται και με αυτοκαταστροφικές τάσεις του ατόμου σε περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας.
Τα επίπεδα της συνείδησης, στα οποία λειτουργούν το Εγώ, το Εκείνο και το Υπερεγώ είναι το συνειδητό, το προσυνειδητό και το ασυνείδητο. Το συνειδητό περιέχει πληροφορίες για τις οποίες υπάρχει επίγνωση. Το συνειδητό και το ασυνείδητο ρυθμίζουν τη συμπεριφορά του ατόμου.
Η θέση του ασυνείδητου είναι στο βάθος του ψυχικού οργάνου, συνεπώς η ανάλυσή του ονομάζεται επίσης "Ψυχολογία του Βάθους". Όσα περιλαμβάνονται στο ασυνείδητο είναι άγνωστα στο ίδιο το άτομο, που δεν έχει επίγνωση για επιθυμίες, οι οποίες δεν εναρμονίζονται με τα κοινωνικά πρέπει, καθώς και για συμβάντα απειλητικά για την ισορροπία του ψυχικού μηχανισμού. Προκειμένου για τη διαφύλαξη της άμυνας, το Εγώ παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια του περιεχομένου του ασυνείδητου να εισβάλλει στο συνειδητό. Στο ασυνείδητο επίπεδο δεν υπάρχει λογική σύνδεση εννοιών ούτε χρόνος ούτε συσχέτιση ανάμεσα σε μνήμες και λεκτικά σύμβολα, ενώ διαπιστώνονται αντιφάσεις.
Ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο υπάρχει το προσυνειδητό επίπεδο, το οποίο περιέχει στοιχεία που είναι δυνατό μέσω προσπάθειας να εισέλθουν στο συνειδητό, ενώ αποτρέπει τμήμα του ασυνειδήτου να γίνει συνειδητό. Πληροφορίες που ανήκουν στο ασυνείδητο μπορεί να μεταφερθούν σε συνειδητό επίπεδο πάντως, σε περίπτωση αποτυχίας του προσυνειδητού επιπέδου είτε χαλάρωσής του στα όνειρα, είτε σε περιπτώσεις εξαπάτησής του, όπως συμβαίνει κατά το χιούμορ.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Στόχος η αποβολή των απωθήσεων στο ασυνείδητο και η μεταφορά τους στο συνειδητό μέσω λογικής εξισορρόπησης των Εκείνο, Εγώ, Υπερεγώ, επιτυγχάνοντας ισχυρό Εγώ
Η απελευθέρωση γίνεται με επαναφορά τραυματικών γεγονότων της παιδικής ηλικίας στη μνήμη, και την ανάκληση αυτή ενισχύουμε χρησιμοποιώντας: την έκφραση, τους ελεύθερους συνειρμούς, την ανάλυση ονείρων
Σύμφωνα με την Ψυχαναλυτική θεωρία, η ανάπτυξη της προσωπικότητας και η εξέλιξη των ανθρώπων ακολουθούν 5 ψυχοσεξουαλικά στάδια. Η ψυχική ενέργεια υπάρχει σε μεγάλο βαθμό σε κάποιο μέρος του σώματος του ατόμου, διαφορετικό ανάλογα με το εκάστοτε στάδιο. Η ψυχική ενέργεια μπορεί ωστόσο να δεσμευτεί και να παραμείνει σε ένα από τα στάδια, αναπτύσσοντας παλινδρόμηση στο εν λόγω στάδιο όπου διατηρείται, εάν υπάρξει ανεπαρκής είτε υπερβολικού βαθμού ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου, όταν το άτομο αντιμετωπίζει ψυχοπιεστικές συνθήκες.
Σύμφωνα με την Ψυχαναλυτική θεωρία, κατά τους πρώτους 18 μήνες της βρεφικής ηλικίας, παρουσιάζεται το στοματικό στάδιο, που διακρίνεται, αφενός στο στάδιο του θηλασμού, αφετέρου στο στάδιο του δαγκώματος. Κατά την περίοδο αυτή, το βρέφος αναπτύσσει θετικά συναισθήματα από το μέρος του στόματος.
Αργότερα, στις ηλικίες 1 έως 3 χρόνων, σύμφωνα με την Ψυχανάλυση, τα θετικά συναισθήματα συνδέονται με την ικανότητα ελέγχου σφικτήρων, στο λεγόμενο πρωκτικό στάδιο. Οι γονείς μαθαίνουν στο παιδί την ανάπτυξη της ικανότητας ελέγχου σφικτήρων, και σε περιπτώσεις συγκρούσεων του μικρού παιδιού με τους γονείς όσον αφορά τη νέα ικανότητα, μπορεί να προκληθεί αμφιθυμία στο παιδί.
Κατά την περίοδο των 3 έως 5 ετών, ο Freud αντιστοιχεί το φαλλικό στάδιο, στο οποίο, σύμφωνα με τη θεωρία της Ψυχανάλυσης, παρουσιάζεται ασυνείδητη σεξουαλικότητα. Στα μεν αγόρια, αναπτύσσεται κατά την περίοδο αυτή το "Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα", που συνδέεται και με εχθρικά συναισθήματα του μικρού αγοριού προς τον πατέρα. Το συναίσθημα του φόβου στο μικρό αγόρι καταλήγει τελικά σε ταύτιση με τον ανδρισμό του πατέρα. Στα κορίτσια, αντίστοιχα, αναπτύσσεται το "Σύμπλεγμα της Ηλέκτρας", που προσδιορίζεται από προσκόλληση του κοριτσιού στον πατέρα και εχθρικά συναισθήματα απέναντι στη μητέρα. Όπως στα αγόρια, και στα κορίτσια αναπτύσσεται το συναίσθημα του φόβου, καθώς οι επιθυμίες αλληλοσυγκρούονται μεταξύ τους, ενώ τα κορίτσια νιώθουν ζήλεια, καταλήγοντας στο τέλος σε ταύτιση με τη μητέρα.
Η περίοδος αδράνειας της ψυχικής ενέργειας κρατάει 6 έτη, όπου επικρατεί ηρεμία στις σεξουαλικές ορμές, ενώ ακολουθεί το εφηβικό στάδιο, κατά την περίοδο της εφηβείας. Πλέον, η σεξουαλικότητα είναι συνειδητή, καθώς η αναπαραγωγή είναι εφικτή, ενώ παρουσιάζεται μεγάλη ένταση των παρορμήσεων της libido. Κατά την περίοδο αυτή είναι αναγκαία η λήξη της εξάρτησης του εφήβου από τους γονείς, και επιπλέον, προκειμένου για την αποφυγή ψυχολογικών προβλημάτων, θα πρέπει να έχουν λυθεί, τόσο το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα στα αγόρια, όσο και το Σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, στα κορίτσια, πριν την έναρξη της εφηβικής ηλικίας. Με αυτόν τον τρόπο, αποτρέπεται η εμφάνιση ψύχωσης ή νεύρωσης. Η ολοκλήρωση του γενετήσιου - εφηβικού σταδίου γίνεται κατά την ενηλικίωση του ατόμου.
Κριτική της Ψυχαναλυτικής Θεωρίας
Η Θεωρία της Ψυχανάλυσης αποτελεί θεωρία με μεγάλη απήχηση, που εφαρμόζεται σε μεγάλο βαθμό. Πρόκειται για κλασσική θεωρία, η οποία είναι αναμφίβολα σημαντική. Η προσπάθεια διερεύνησης του ψυχισμού του ατόμου επαναπροσανατολίστηκε μέσα από την ανάπτυξη της θεωρίας του Freud.
Η Ψυχαναλυτική θεωρία επηρέασε σημαντικά την επιστήμη της Ψυχολογίας, τη διεξαγωγή ερευνών όσον αφορά την προσωπικότητα του ατόμου, τη διαμόρφωση οργάνων, που θα συμβάλλουν στην εξέταση και κατανόηση των ψυχικών διεργασιών. Οι έννοιες, οι οποίες περιλαμβάνονται στην Ψυχανάλυση, εφαρμόζονται κατά τη μελέτη και αποκωδικοποίηση της συμπεριφοράς του ατόμου. Οι θέσεις του Freud αναφορικά με το ασυνείδητο είναι ιδιαίτερα σημαντικές, όπως και οι τεχνικές, που επινόησε για τη μελέτη του. Η θεωρία της Ψυχανάλυσης εφαρμόζεται κατά τη διερεύνηση της ψυχοπαθολογικής, καθώς και της υγιούς ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η κατάλληλη χρήση αρκετών από τις θέσεις της Ψυχαναλυτικής θεωρίας είναι δυνατό να προάγει την ψυχοθεραπευτική διαδικασία σε μεγάλο βαθμό.
Παρά την αναγνώριση της επιρροής των παρορμήσεων της libido στην ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής, οι παρορμήσεις αυτές σε καμία περίπτωση δεν διαμορφώνουν αποκλειστικά το σύνολο του ψυχισμού του ατόμου. Η εκδήλωση της συμπεριφοράς του ατόμου σε καμία περίπτωση δεν ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο από τις παρορμήσεις της libido. Η προσέγγιση του Freud είναι ντετερμινιστική σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας αυτής της εστίασης στα σεξουαλικά ένστικτα.
Οι θέσεις της Ψυχανάλυσης δεν είναι απλό να επικυρωθούν, καθώς προέρχονται από φιλοσοφικές αναλύσεις και βιώματα του Freud και των ασθενών του. Οι θέσεις, που περιλαμβάνονται στη θεωρία της Ψυχανάλυσης, δεν είναι δυνατό να αποδειχτούν με πειραματικό τρόπο, ενισχύοντας τις εκάστοτε αμφιβολίες αναφορικά με τη θεωρία.
Στο πλαίσιο της Ψυχαναλυτικής θεωρίας εντάσσονται άλλωστε θέσεις, που προσδιορίζονται από απαισιοδοξία σε κάποιο βαθμό, τόσο για την τωρινή κατάσταση, όσο και τη μελλοντική πορεία του ατόμου. Ολόκληρη η μετέπειτα πορεία της ζωής εξαρτάται τελικά από τις εμπειρίες κατά την παιδική ηλικία; Τα βιώματα των παιδικών χρόνων μπορούν όντως να προσδιορίσουν τη διαμόρφωση του ψυχισμού του ατόμου αργότερα; Η μη ανταπόκριση στις παρορμήσεις της libido μπορεί να προκαλέσει καταστροφική συμπεριφορά; Σε αντίθεση με αυτές τις απαισιόδοξες θέσεις της Ψυχανάλυσης, είναι αποδεκτή η επίδραση μεν των παρορμήσεων στη συμπεριφορά, σε κάποιο βαθμό, και η αντικατάσταση της καταστροφικής συμπεριφοράς με κάποια άλλη συμπεριφορά.
Δεδομένου ότι η επίτευξη θεραπείας, με την εφαρμογή της Ψυχαναλυτικής θεωρίας, παρουσιάζεται μετά από πολύ καιρό, και χρειάζεται μεγάλος αριθμός συνεδριών, που έχει μεγάλο οικονομικό κόστος, η χρησιμοποίηση της θεωρίας κατά την ψυχοθεραπευτική διαδικασία συχνά αποφεύγεται. Πάντως, οι πρώιμες θέσεις της θεωρίας αναθεωρήθηκαν από τον ίδιο τον Freud, που επιδίωξε την απομάκρυνση των θεωρητικών προτάσεων, που χαρακτηρίζονταν από ακρότητες.
Επιτυγχάνοντας αλλαγές στο άτομο με τη χρησιμοποίηση τεχνικών της Ψυχαναλυτικής Θεωρίας
Κατά την πραγματοποίηση συνεδρίας με τις παρεμβάσεις της Ψυχαναλυτικής θεωρίας, γίνεται αναζήτηση των αιτιών, που προκαλούν κάποιες συμπεριφορές. Η εύρεση των αιτιών αυτών θα γίνει από τον θεραπευόμενο με την καθοδήγηση και στήριξη του ψυχοθεραπευτή. Ποιες συμπεριφορές των άλλων ατόμων αναπτύσσουν συγκεκριμένα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα στο άτομο; Ποια γεγονότα συνδέονται με τα συναισθήματα που βιώνει; Πως ερμηνεύεται η συμπεριφορά του ατόμου; Ο θεραπευόμενος ενισχύεται στο να εντοπίσει την αιτία κάποιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς που εκδηλώνει.
Ο ψυχοθεραπευτής ωθεί το άτομο στο να παρουσιάσει τα βιώματά του και να μιλήσει για αυτά, εστιάζοντας στα βιώματα των παιδικών χρόνων. Ποιες καταστάσεις σχετίζονται με εμπειρίες της παιδικής ηλικίας; Τι αναμνήσεις διατηρεί το άτομο αναφορικά με τις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές των άλλων απέναντι του κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας;
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, οι αφηγήσεις του θεραπευόμενου και οι σκέψεις του ακούγονται με ενδιαφέρον και προσοχή από τον θεραπευτή, ο οποίος παρατηρεί τον τρόπο αντίδρασης του θεραπευόμενου. Ο θεραπευτής θα πρέπει να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τα όσα γίνονται στη συνεδρία, ενθαρρύνοντας τον θεραπευόμενο στο να αναφέρεται στα συμβάντα του παρελθόντος.
Προκειμένου για την επίτευξη της αλλαγής στο άτομο και την κατάκτηση των θεραπευτικών στόχων θα πρέπει να αποφύγουμε το να εμπλακούμε συναισθηματικά με τον θεραπευόμενο. Είναι σημαντικό το να υπάρχουν κάποια όρια συναισθηματικής εμπλοκής του ψυχοθεραπευτή, ο οποίος θα πρέπει να διαθέτει αυτοέλεγχο και ψυχραιμία. Συγχρόνως, ο ψυχοθεραπευτής θα πρέπει να αποφύγει την παροχή πληροφοριών για προσωπικά του θέματα στον θεραπευόμενο. Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας διασφαλίζεται επίσης με τη μη αναφορά των ψυχικών ατελειών του θεραπευτή στον θεραπευόμενο, με τον οποίο σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να κρατηθεί κάποια απόσταση.
Είναι σημαντικό το να μπορέσει ο ψυχοθεραπευτής να εξουδετερώσει τις αντιστάσεις του θεραπευόμενου. Το ίδιο ισχύει και για τις μεταβιβάσεις, όταν υπάρχουν, γιατί δεν πρέπει να μεταβιβάζονται επιθυμίες που έχει το άτομο στον θεραπευτή, καθώς και για τις αντιμεταβιβάσεις.
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η παροχή της μεγαλύτερης βοήθειας προς τον θεραπευόμενο, θα πρέπει να είναι κατανοητό από τον ψυχοθεραπευτή το πόσο σημαντικό είναι το να προηγείται η αυτοανάλυση του ίδιου του θεραπευτή. Η συνεδρία επικεντρώνεται στον θεραπευόμενο, επιδιώκοντας την προαγωγή της αυτογνωσίας του, προκειμένου να αντιληφθεί ο θεραπευόμενος τις ασυνείδητες συγκρούσεις, οι οποίες του προκαλούν δυσχέρεια και αποδιοργάνωση.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Η προσπάθεια για θεραπευτική αλλαγή δεν εγκαταλείπεται, αλλά συνεχίζεται μέχρι τη διαπίστωση της θεραπείας
Τα στοιχεία μιας επιτυχημένης ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης
Στο πλαίσιο της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας επιδιώκεται η θεραπεία του ατόμου, όταν παρουσιάζονται προβλήματα ψυχοπαθολογίας, είτε η προαγωγή της ψυχικής υγείας και ευεξίας του ατόμου. Η εμφάνιση ψυχοπαθολογίας προέρχεται από διάφορες συνιστώσες, η ίαση ωστόσο μέσα από την εφαρμογή της θεραπείας είναι εφικτή. Το άτομο πραγματοποιεί ανάλυση στα προσωπικά του βιώματα, ανανεώνοντας τον προηγούμενο τρόπο διαχείρισης καταστάσεων, και αναπτύσσοντας την προσαρμοστικότητά του. Σταδιακά αποκτάται ένας λογικός τρόπος σκέψης και καλλιεργούνται θετικά συναισθήματα στο άτομο, που μπορεί να αντιμετωπίζει πια τα προβλήματά του περισσότερο εποικοδομητικά.
Σημαντικό στοιχείο της αλλαγής είναι η πίστη, τόσο του ειδικού, όσο και του θεραπευόμενου, για τη δυνατότητα της θεραπείας. Σε αρκετές περιπτώσεις έχω συναντήσει αμφιβολία, συνήθως και του στενού περιβάλλοντος ασθενών, και έλλειψη αισιοδοξίας όσον αφορά τη δυνατότητα αντιμετώπισης ψυχολογικών προβλημάτων. Η πίστη για το ότι η αλλαγή μπορεί να γίνει θα πρέπει να μεταδοθεί από τον ειδικό στο θεραπευόμενο.
Το άτομο θα πρέπει να στηρίζεται συναισθηματικά από το θεραπευτή και να δίνεται έμφαση στη μείωση του άγχους που βιώνει. Η διατήρηση αρνητικών συναισθημάτων συνδέεται με τα ψυχολογικά προβλήματα. Επιπλέον, η ύπαρξη άγχους σε μεγάλο βαθμό διαστρεβλώνει την ερμηνεία καταστάσεων από το άτομο, αναπτύσσοντας φόβο.
Το άτομο σταδιακά μαθαίνει να ερμηνεύει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, καθώς και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Επιδιώκεται η ενίσχυση των θετικών συναισθημάτων του ατόμου, και η ανάπτυξη της λογικής νόησης.
Η ψυχοθεραπευτική διαδικασία θα πρέπει να στοχεύει σε μία γνωστική αναδόμηση, ενισχύοντας την αισιοδοξία του ατόμου. Οι υπαρκτές συνθήκες και οι καταστάσεις που δημιουργούν άγχος και φόβο στο άτομο δεν είναι τόσο επικίνδυνες όσο είναι απλά στη σκέψη του!
Είναι σημαντικό το να κατανοήσει το άτομο για ποιο λόγο σκέφτηκε, αισθάνθηκε και έπραξε με κάποιο τρόπο παλαιότερα, ώστε να μπορέσει να πραγματοποιήσει αλλαγές στην τωρινή του συμπεριφορά. Η απώλεια της ψυχικής υγείας δεν είναι ανεξάρτητη από την αλληλεπίδραση του ατόμου με τα άτομα του περιβάλλοντός του, καθώς και τις εμπειρίες των παιδικών χρόνων.
Η δημιουργία της σχέσης με το θεραπευτή δεν επιτρέπεται να εξελιχθεί σε εξάρτηση του ατόμου από αυτόν, παρά να καταλήξει στην ενίσχυση του βαθμού αυτοεπίτευξης που έχει το άτομο. Το άτομο θα πρέπει να αποκτήσει αυτονομία, το αίσθημα αυτεπάρκειας, την ικανότητα αυτορύθμισης και λύσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει.
Σημαντικό ρόλο στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία έχει η σχέση ανάμεσα στο θεραπευτή και τον θεραπευόμενο. Η συμπεριφορά του θεραπευτή θα πρέπει να οδηγήσει το άτομο στο να αποκτήσει επίγνωση του τρόπου σκέψης και των συναισθημάτων του.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Διαμορφώνει το θεραπευτικό πλαίσιο - προσανατολίζει τη θεραπευτική σχέση - ωθεί προς μια νέα συμπεριφορά - επιμένει στη θεραπεία - επιλέγει το κατάλληλο μοντέλο ψυχοθεραπείας
Η θέληση του ατόμου για αλλαγή
Στην προσπάθεια για την ενίσχυση των θετικών συναισθημάτων και της θετικής σκέψης του ατόμου, κατά την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, στοχεύοντας στην ικανότητα προσαρμογής και επίλυσης προβλημάτων του ατόμου, επιδρά σημαντικά ο βαθμός θέλησης του ίδιου του ατόμου για να θεραπευθεί. Ο ψυχοθεραπευτής εφαρμόζει τη θεραπεία είτε πρόκειται για άτομα με ψυχική νόσο είτε άτομα δίχως ψυχική διαταραχή, που επιδιώκουν την προαγωγή της ψυχικής τους υγείας, την αλλαγή του τρόπου σκέψης τους, την αλλαγή των συναισθημάτων τους, και την απόκτηση προσαρμοστικής συμπεριφοράς. Είναι όμως το άτομο πρόθυμο να αλλάξει;
Η εμφάνιση προβλημάτων ψυχοπαθολογίας συνδέεται με αρνητικές σκέψεις, που δυσχεραίνουν την προσαρμογή, καθώς και με μη προσαρμοστικές συμπεριφορές. Συχνά, το άτομο παρουσιάζει την τάση επιμονής στο παρελθόν, με όσα αρνητικά σχετίζονται με τα παλαιότερα βιώματα, καθώς το παρελθόν του είναι οικείο, αντίθετα με το μέλλον, το οποίο δεν γνωρίζει. Παρουσιάζεται στην περίπτωση αυτή μια αντίσταση του ατόμου στο να αλλάξει, γεγονός που δυσχεραίνει την επίτευξη του θεραπευτικού αποτελέσματος. Η εκδήλωση μιας νέας προσαρμοστικής συμπεριφοράς αποτελεί κάτι καινούριο για το άτομο, που μπορεί να προκαλέσει φόβο, κι έτσι παραμένει στις αντιδράσεις του παρελθόντος που θεωρεί περισσότερο ασφαλείς.
Σταδιακά, κατά την πορεία της ψυχοθεραπείας, μετά από κάποιες συνεδρίες, θα πρέπει το άτομο να αντιληφθεί το ρόλο της αντίστασης που εκδηλώνει, και την αρνητική της επίδραση στην επίτευξη αλλαγής. Αποκτώντας διαφορετικές σκέψεις και αλλάζοντας συμπεριφορά, το άτομο θα εγκαταλείψει την προσκόλληση σε δυσλειτουργικές αντιδράσεις, σηματοδοτώντας την αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας. Είναι σημαντικό να βεβαιωθεί το άτομο, από τον ψυχοθεραπευτή του, για το ότι η συμπεριφορά του είναι αναμενόμενη, στοιχείο που αυξάνει τη θέληση του ατόμου για την επίτευξη αλλαγής.
Το Γνωσιακό Συμπεριφορικό Μοντέλο Ψυχοθεραπείας
Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία αποτελεί βραχεία μέθοδο, που είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη και δίνει έμφαση στο "εδώ και τώρα". Βασική διαπίστωση του μοντέλου αυτού είναι το ότι : ο τρόπος σκέψης του ατόμου επηρεάζει τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του. Η Γνωσιακή Συμπεριφορική θεραπεία (CBT - Cognitive Behavioral Therapy, του A. T. Beck) εφαρμόζεται με μεγάλη αποτελεσματικότητα σε πλήθος ψυχικών διαταραχών και μπορεί να επιφέρει βελτίωση σε μη λειτουργικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.
Το Γνωσιακό Συμπεριφορικό μοντέλο ψυχοθεραπείας εστιάζει στην επίδραση που έχουν οι σκέψεις στα συναισθήματα που αναπτύσσονται και τη συμπεριφορά που εκδηλώνεται. Για παράδειγμα, όταν το άτομο διατηρεί τη σκέψη της αποτυχίας σε κάποιο στόχο, και την πεποίθηση ότι πρόκειται για κάτι δύσκολο, αναπτύσσονται αρνητικά συναισθήματα και η αναβολή ή εγκατάλειψη της προσπάθειας.
Δεδομένου ότι οι σκέψεις του ατόμου είναι τόσο σημαντικές, επιχειρούμε την εύρεση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων και κατόπιν προβαίνουμε σε αμφισβήτησή τους. Το γεγονός ότι το άτομο διατηρεί αυτές τις πεποιθήσεις δεν σημαίνει ότι είναι σωστές και ενδεχομένως θα πρέπει να αλλάξει στάση και τρόπο σκέψης. Η αλλαγή του τρόπου σκέψης, όταν επιτευχθεί, θα επιδράσει στα συναισθήματα του ατόμου, αλλάζοντάς τα, και παράλληλα θα έχει επίδραση στη συμπεριφορά του ατόμου, επιτυγχάνοντας νέα δράση. Κατά τη Γνωσιακή Συμπεριφορική θεραπεία γίνεται Γνωστική Αναδόμηση και ο θεραπευόμενος αναπτύσσει νέους, διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης καταστάσεων. Έτσι, οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις αναδομούνται, οι δυσλειτουργικές συμπεριφορές μεταβάλλονται και αναπτύσσεται η προσαρμοστικότητα του ατόμου μέσα από μια διαδικασία μάθησης.
Το Γνωσιακό Συμπεριφορικό μοντέλο ψυχοθεραπείας εστιάζει στο "εδώ και τώρα", με ταυτόχρονη αναζήτηση ωστόσο στο παρελθόν, αναζητώντας σύνδεση με το τώρα. Πρέπει να διερευνηθεί η πιθανότητα ύπαρξης αντίστοιχων βιωμάτων του ατόμου στο παρελθόν, που έχουν επίδραση στο παρόν.
Το συγκεκριμένο μοντέλο είναι αποτελεσματικό σε περιπτώσεις: κατάθλιψης, ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, άγχους, διαταραχών σωματικών συμπτωμάτων, διαταραχών πρόσληψης τροφής, διπολικής διαταραχής, σε ψυχωτικές διαταραχές και σεξουαλικές διαταραχές. Επιπλέον, συμβάλλει στην αντιμετώπιση της αβουλίας, την ανατροπή της αδράνειας, τη μείωση της εξάρτησης του ατόμου από άλλους, την ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της κοινωνικής συμπεριφοράς, την απόκτηση γνωστικής ευκαμψίας.
Κατά την εφαρμογή της Γνωσιακής Συμπεριφορικής Ψυχοθεραπείας αναπτύσσεται μια σχέση συνεργασίας με τον θεραπευόμενο, που θέτει από κοινού με τον θεραπευτή τους θεραπευτικούς στόχους. Μέσω ειλικρίνειας και ενσυναίσθησης, και με την ενεργό συμμετοχή του θεραπευόμενου, γίνεται ο ίδιος θεραπευτής του εαυτού του, στο πλαίσιο μιας ισότιμης σχέσης με τον θεραπευτή.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Συνδυάζεται και με άλλα μοντέλα ψυχοθεραπείας καθώς και με φαρμακευτική αγωγή
Στο πλαίσιο των ψυχικών διαταραχών περιλαμβάνονται διάφορα συμπτώματα, τα οποία δυσχεραίνουν τη σκέψη, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του ατόμου, παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής και τη διαπροσωπική επικοινωνία. Τα συμπτώματα προσδιορίζουν την κάθε διαταραχή, και διαφέρουν μεταξύ διαφορετικών ψυχικών διαταραχών. Η εμφάνιση των ψυχικών νοσημάτων διαπιστώνεται στην ενήλικη ζωή, την παιδική ηλικία, την εφηβεία.
Η εμφάνιση των ψυχικών νόσων προκαλεί διαφορετική αντιμετώπιση από τα άτομα σε σύγκριση με την ύπαρξη σωματικών νοσημάτων. Η εμφάνιση ενός σωματικού προβλήματος συνήθως αναφέρεται με μεγαλύτερη ευκολία, σε αντίθεση με τον φόβο που συνοδεύει την προσπάθεια κοινοποίησης ενός ψυχικού προβλήματος. Οι σοβαρές ψυχοπαθολογικές καταστάσεις μπορεί να προκαλέσουν δέος, θεωρούμενες ως μόνιμες καταστάσεις ενδεχομένως επικίνδυνες και μη ιάσιμες. Ακόμα κι όταν διαπιστώνεται βελτίωση σε άτομα που πάσχουν από σοβαρές ψυχικές διαταραχές, το γεγονός ερμηνεύεται συχνά ως προσωρινή ύφεση, κι όχι ως θεραπεία που έχει επιτευχθεί.
Όσον αφορά τη δυνατότητα ίασης των ψυχικών νοσημάτων θα πρέπει να υπάρχει αισιοδοξία. Ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα του νοσήματος - ακόμα και στην περίπτωση των ψυχωσικών διαταραχών - υπάρχει η δυνατότητα θεραπείας, η εφαρμογή άλλωστε των θεραπευτικών παρεμβάσεων αποσκοπεί στην ίαση του κάθε ασθενούς. Είναι σημαντικό το να διατηρεί ο ψυχοθεραπευτής την πεποίθηση για τη δυνατότητα ίασης της ψυχικής νόσου, και να μεταβιβάζει την αισιόδοξη αυτή στάση στο άτομο που πάσχει από ψυχικό νόσημα.
Η ψυχοθεραπεία απευθύνεται σε ασθενείς, οι οποίοι πάσχουν από ψυχικά νοσήματα, επιδιώκοντας τη θεραπεία, ενώ προκειμένου για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς της - συμβάλλοντας στη θεραπεία - είναι δυνατό να συνδυάζεται με κάποια φαρμακευτική αγωγή. Είναι γεγονός ότι η εφαρμογή της ψυχοθεραπείας ασφαλώς και δεν απευθύνεται μόνο στα άτομα που νοσούν, αλλά επεκτείνεται και σε ανθρώπους που δεν έχουν ψυχική διαταραχή. Ο θεραπευτής θα πρέπει να έχει επιμονή στη διατήρηση της προσπάθειας ίασης, κυρίως μάλιστα όταν πρόκειται για χρόνιες νόσους, ενώ σημαντικό ρόλο έχει η προσωπικότητά του, καθώς και η ψυχοθεραπεία του ίδιου και η αντιμετώπιση προβλημάτων που τον αφορούν.
Η αντιμετώπιση και η θεραπεία των ψυχικών διαταραχών είναι εφικτή, για την ίαση ωστόσο είναι αναγκαία, τόσο η πεποίθηση του ψυχοθεραπευτή για τη δυνατότητα θεραπείας των νοσημάτων, όσο και η θέληση του ίδιου του ατόμου να γίνει καλά. Σε αυτό το γενικό κλίμα αισιοδοξίας αναμένεται η επίτευξη της θεραπείας ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της κάθε διαταραχής. Η προαγωγή της ψυχικής υγείας είναι για όλα τα άτομα εφικτή!
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.