Η σχιζοφρένεια περιλαμβάνει δυσλειτουργίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένη διαταραχή στη σκέψη, το συναίσθημα, και τη συμπεριφορά. Η δυσλειτουργία, που είναι χαρακτηριστική των ψυχώσεων, εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές μέσα από: παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, αλλοίωση της πραγματικότητας, μη λειτουργικές συναισθηματικές αντιδράσεις και την κοινωνική απομόνωση του ατόμου.
Η ψυχική διαταραχή της σχιζοφρένειας διαστρεβλώνει την προσωπικότητα του ατόμου, και αναγνωρίζεται ως η σοβαρότερη ίσως ψυχική νόσος, καθώς εκδηλώνεται νωρίς, είναι χρόνια διαταραχή, και έχει σοβαρές επιπτώσεις, τόσο κοινωνικές, όσο και προσωπικές. Η εκδήλωση της νόσου παρουσιάζεται κυρίως στις ηλικίες των 15 - 45 χρόνων, αλλά η διαταραχή ενδεχομένως και να εκδηλωθεί νωρίτερα, πριν την έναρξη της εφηβείας ή και αργότερα, στις ηλικίες των 70 - 80 ετών.
Ο όρος "σχιζοφρένεια" επινοήθηκε από τον Bleuler, ο οποίος χαρακτήρισε τη διαταραχή ως ρήξη με την πραγματικότητα, εξαιτίας της αποδιοργάνωσης στις νοητικές λειτουργίες του ατόμου, οδηγώντας σε διαταραχές στη σκέψη και το συναίσθημα. Η διαταραχή έχει συμπτώματα θετικά, τα οποία διαπιστώνονται επειδή εμφανίζονται, συμπτώματα αρνητικά, τα οποία, αντιθέτως, αναφέρονται στην έλλειψη ή τον περιορισμό "φυσιολογικών" συμπεριφορών, και συμπτώματα γνωστικά, που μπορεί να προέρχονται από βλάβες στις ίδιες περιοχές του εγκεφάλου με τα αρνητικά συμπτώματα της νόσου.
Τα θετικά συμπτώματα στη σχιζοφρένεια είναι οι διαταραχές της σκέψης, και συγκεκριμένα, η παράλογη και αποδιοργανωμένη σκέψη, οι παραισθήσεις, δηλαδή η αντίληψη πραγμάτων που δεν υπάρχουν, και οι ψευδαισθήσεις, οι οποίες είναι αντίθετες με την πραγματικότητα πεποιθήσεις. Τα αρνητικά συμπτώματα περιλαμβάνουν την απουσία πρωτοβουλίας, την ανύπαρκτη επιμονή, την κοινωνική απομόνωση, το επίπεδο συναίσθημα, την ανηδονία και τη μειωμένη ομιλία του ατόμου. Όσον αφορά στα γνωστικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, διαπιστώνουμε δυσχέρεια συγκέντρωσης, αδυναμία αντιμετώπισης προβλημάτων, μειωμένη ανάπτυξη της αφηρημένης σκέψης του ατόμου και μειωμένη μνημονική και μαθησιακή ικανότητα. Στα γνωστικά συμπτώματα της διαταραχής περιλαμβάνεται επίσης η μειωμένη ψυχοκινητική ταχύτητα, δηλαδή το άτομο έχει περιορισμένη ικανότητα για γρήγορες και με ευχέρεια κινήσεις των δαχτύλων, των χεριών και των ποδιών του.
Τα θετικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας συνδέονται με ιδιαίτερα αυξημένη δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου, οι οποίες έχουν τον νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη. Τόσο τα αρνητικά, όσο και τα γνωστικά συμπτώματα της νόσου, διαπιστώνονται σε νευρολογικά προβλήματα, τα οποία σχετίζονται με την ύπαρξη βλάβης κυρίως στους μετωπιαίους λοβούς. Στα άτομα που πάσχουν από σχιζοφρένεια παρουσιάζονται πρώτα τα αρνητικά συμπτώματα, και αργότερα τα γνωστικά συμπτώματα. Τα θετικά συμπτώματα της νόσου εμφανίζονται συνήθως μετά από κάποια χρόνια.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής είναι περισσότερο αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των θετικών και όχι των αρνητικών συμπτωμάτων της διαταραχής
Σε άτομα, που πάσχουν από σχιζοφρένεια για χρονικό διάστημα ετών εμφανίζονται διαταραχές της σκέψης, οι οποίες διαπιστώνονται στον τρόπο συμπεριφοράς των ασθενών. Στη σχιζοφρένεια υπάρχει κατακερματισμός της σκέψης, παρεκβατικότητα της σκέψης, έλλειψη σαφήνειας, αδυναμία συνολικής απεικόνισης σκέψεων, αδυναμία του ατόμου για αφηρημένη σκέψη. Το άτομο απασχολείται με τις διάφορες σκέψεις του, και η γνωστική του λειτουργία δεν συνάδει με τα χρονικά ούτε τα χωρικά όρια, που ακολουθούνται σε κοινωνικό επίπεδο.
Ο ασθενής έχει δυσχέρεια στην πλήρη κατανόηση του συμβολικού λόγου, δεν μπορεί να αντιλαμβάνεται ορθά κάποια μέρη ως σύνολα ούτε να διαμορφώνει λογικά σύνολα, και ακόμα περισσότερο, δεν μπορεί να αντιληφθεί τις αντιθέσεις. Σε περίπτωση που θα πρέπει να διαχωρίσει συναφή από μη συναφή στοιχεία, το άτομο δεν τα καταφέρνει. Όταν πρόκειται να αναλύσει κάποιο ζήτημα, ο ασθενής παρουσιάζει υπερβολική περιεκτικότητα. Όταν μιλάει ή γράφει ή σκέφτεται, μπορεί να σταματήσει ξαφνικά, γεγονός που δυσχεραίνει την επαφή με τους άλλους.
Στους ασθενείς με βαριά μορφή της διαταραχής υπάρχει ανεπτυγμένος κατακερματισμός της σκέψης, και ανικανότητα συγκέντρωσης σε δραστηριότητες. Τα άτομα αυτά συχνά σταματούν τις δραστηριότητές τους λόγω ενός ξαφνικού αποκλεισμού είτε κάποιας ιδέας ή κάποιας ενέργειας που δεν αποσκοπεί κάπου. Τα συμπτώματα οδηγούν σε απόλυτο αποκλεισμό του ασθενούς στον "δικό του κόσμο". Το άτομο σε κάποιες περιπτώσεις εκφράζεται λεκτικά, άλλοτε παραμένει παθητικό, και κάποιες φορές παρουσιάζει συγκεκριμένες επιβαλλόμενες στάσεις, είτε παραμένει ακίνητο ή αμίλητο. Ενδεχομένως ο τρόπος ομιλίας του να αντιστοιχεί σε φράσεις χωρίς νόημα ή στη "λεκτική σαλάτα".
Σε άλλες διαταραχές της σκέψης εμφανίζονται κάποιες μη συνηθισμένες σκέψεις και εμπειρίες, όπου μπορεί το άτομο να νομίζει ότι το σώμα του δεν είναι ενωμένο με το μυαλό του, ότι το σώμα του ανήκει σε κάποιον άλλο ή ίσως το άτομο να μην είναι σίγουρο για το ποιο είναι και για το φύλο στο οποίο ανήκει. Κάποιοι ασθενείς με σχιζοφρένεια πιστεύουν ότι έχει τοποθετηθεί στο νου τους μια ιδέα, ότι οι σκέψεις τους μπορούν να ληφθούν από εξωτερικούς παράγοντες, καθώς και ότι ελέγχονται από κάποιους, που καθορίζουν τη συμπεριφορά τους.
Η ύπαρξη διαταραχών της σκέψης απεικονίζεται στον τρόπο συμπεριφοράς των ασθενών με σχιζοφρένεια, που παρουσιάζουν υποβάθμιση σε σημαντικούς τομείς της λειτουργικότητας. Το άτομο εμφανίζει επίπεδο συναίσθημα, ανηδονία, στερείται ενδιαφέροντος και κινήτρων και δεν αναπτύσσει πρωτοβουλίες. Πραγματοποιεί παράξενες ενέργειες, είναι απόμακρο και αποκλεισμένο από το κοινωνικό του περιβάλλον.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Η διαταραχή στην αντίληψη του εαυτού σε σχέση με το περιβάλλον, η οποία διαφέρει από την αντίστοιχη στην κατάθλιψη, το παραλήρημα, την άνοια, τις συγχυτικές περιπτώσεις
Στη διαταραχή της σχιζοφρένειας παρουσιάζονται ψευδαισθήσεις, οι οποίες είναι συνήθως ακουστικές, και λιγότερο συχνά, οπτικές, απτικές, οσφρητικές, γευστικές, και κιναισθητικές. Στις ακουστικές ψευδαισθήσεις, το άτομο ακούει συνήθως φωνές δύο ή και περισσότερων ατόμων, τα οποία μπορεί να συνομιλούν και να μιλούν με το άτομο. Άλλοτε, ο ασθενής ακούει τη φωνή ενός ατόμου, που μπορεί να είναι γνωστό ή άγνωστο, και ασκεί κριτική στον ασθενή. Οι φωνές, οι οποίες ακούγονται κατά τις ψευδαισθήσεις, είναι γενικά επικριτικές είτε απειλητικές για τον ασθενή, ενώ προέρχονται από τον ίδιο. Κατά τις κιναισθητικές ψευδαισθήσεις, ο ασθενής έχει την αίσθηση αλλαγής σε όργανα του σώματός του.
Οι ψευδαισθητικές εμπειρίες, οι οποίες εμφανίζονται στη νόσο της σχιζοφρένειας, διαφοροποιούνται από τις παραισθήσεις και το παραλήρημα. Στην περίπτωση των παραισθήσεων, αλλοιώνονται κάποιες εικόνες και αισθήσεις, που όμως υπάρχουν, οδηγώντας σε παραποίηση των αντιλήψεων του ασθενούς. Κατά το παραλήρημα, διαπιστώνονται αναλήθειες, οι οποίες και αλλάζουν πολλές φορές στα άτομα, που έχουν αμνησία. Αυτό που χαρακτηρίζει τις ψευδαισθήσεις είναι ότι δεν υπάρχουν τα ερεθίσματα για τα οποία έχει ο ασθενής εμπειρία, ούτε οι αισθήσεις, τις οποίες βιώνει. Συχνά, παρουσιάζεται η οργάνωση των ψευδαισθήσεων, που υπάρχουν στη σχιζοφρένεια, σε συστηματοποιημένο παραλήρημα.
Όπως έχει διαπιστωθεί, οι ψευδαισθήσεις, οι οποίες εμφανίζονται συχνότερα, είναι οι παρανοειδείς ψευδαισθήσεις, που υπάρχουν και σε ασθενείς με διπολική διαταραχή και με μείζονα κατάθλιψη. Η εμφάνιση παράνοιας συνδέεται πάντως με τη μειωμένη αυτοεκτίμηση του ασθενούς και τη διατήρηση αναμονής δυσάρεστων συμβάντων. Τα άτομα, που πάσχουν από καταθλιπτική διαταραχή, εμφανίζουν σε μεγάλο βαθμό αρνητική αυτοεκτίμηση, περισσότερο μάλιστα σε σύγκριση με τους ασθενείς με σχιζοφρένεια. Τόσο στη νόσο της σχιζοφρένειας, όσο και στην καταθλιπτική διαταραχή, διαπιστώνεται η εμφάνιση παρανοειδούς σκέψης. Και μάλιστα, αφενός η αρνητική αυτοεκτίμηση, και αφετέρου η διατήρηση προσδοκιών για αρνητικά γεγονότα, συντελούν, ανεξάρτητα μεταξύ τους, στην παράνοια αυτών των ασθενών.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Η ικανότητα της ενσυναίσθησης αναφέρεται στην ικανότητα σύνδεσης με τα συναισθήματα των άλλων και συναισθηματικής απόκρισης προς τις καταστάσεις άλλων ατόμων με το σωστό τρόπο. Το άτομο με ενσυναίσθηση συνδέεται με τις επιθυμίες και τις ανάγκες άλλων ατόμων και αποδέχεται τη διαφορετικότητά τους. Η ικανότητα ενσυναίσθησης σχετίζεται με τη δημιουργία σχέσεων στις οποίες δεν υπάρχει επιβολή στον τρόπο σκέψης, συναισθήματος και συμπεριφοράς του άλλου. Το άτομο με ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση έχει ανεπτυγμένη κοινωνική λειτουργικότητα και την ικανότητα διατήρησης σταθερών διαπροσωπικών σχέσεων.
Στην ψυχωσική διαταραχή της σχιζοφρένειας παρουσιάζεται δυσχέρεια στην ικανότητα της ενσυναίσθησης, γεγονός που επιβαρύνει επιπλέον τη δημιουργία κοινωνικών σχέσεων των ασθενών. Τα άτομα με σχιζοφρένεια εμφανίζουν σημαντικό έλλειμμα όσον αφορά την ενσυναίσθηση, ωστόσο δεν αξιολογούν την ενσυναισθητική τους ικανότητα με τον ίδιο τρόπο αξιολόγησής της από άτομα του στενού περιβάλλοντός τους.
Τι συμβαίνει όμως με τη συναισθηματική κατάσταση των ίδιων των σχιζοφρενών; Τα άτομα που πάσχουν από σχιζοφρένεια έχουν μειωμένη συναισθηματική αντίδραση, ενώ συχνά βιώνουν απρόσφορα συναισθήματα είτε έχουν επίπεδο συναίσθημα. Οι απρόσφορες συναισθηματικές εκδηλώσεις μπορεί να οφείλονται σε εμπειρίες ψευδαισθήσεων ή παραληρηματικών ιδεών, που έχουν εχθρικό χαρακτήρα. Στη νόσο της σχιζοφρένειας είναι δυνατό να εμφανίζονται επίσης καταθλιπτικά συναισθήματα, όταν η κατάθλιψη προσδιορίζει την οξεία ψύχωση ή όταν η εμφάνιση της ψύχωσης ακολουθείται από την καταθλιπτική διαταραχή.
Τόσο τα σοβαρά ελλείμματα στην ενσυναίσθηση, όσο και τα προβλήματα στη συναισθηματική λειτουργία των ασθενών με σχιζοφρένεια δυσχεραίνουν την κοινωνική ζωή των ασθενών σε μεγάλο βαθμό. Η εξωτερίκευση των ιδεών του ασθενούς σε πρόσωπα του κοινωνικού του πλαισίου μπορεί να επιφέρει τη δυσαρέσκειά τους. Ο ίδιος ο ασθενής άλλωστε μπορεί να εκδηλώσει κοινωνική απομόνωση, επικεντρωμένος στα δικά του εσωτερικά βιώματα.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Η διερεύνηση της συναισθηματικής αντίληψης σε άτομα με σχιζοφρένεια οδηγεί στη διαπίστωση σοβαρών και σταθερών δυσχερειών. Οι ασθενείς με σχιζοφρένεια δυσχεραίνονται μάλιστα πολύ περισσότερο στο να αντιληφθούν τα αρνητικά συναισθήματα, σε σύγκριση με τα θετικά. Κατά τη διαδικασία κοινωνικών κρίσεων που απαιτούν τη χρησιμοποίηση της αφηρημένης σκέψης, τα άτομα έχουν σοβαρό έλλειμμα σε σύγκριση με την ικανότητα κοινωνικών κρίσεων δίχως αφηρημένη σκέψη. Ήδη από την έναρξη της νόσου της σχιζοφρένειας υπάρχουν δυσχέρειες συναισθηματικής αντίληψης, και μάλιστα μπορεί τα προβλήματα να είναι σοβαρότερα κατά την ενεργό φάση της διαταραχής.
Τα άτομα που πάσχουν από σχιζοφρένεια παρουσιάζουν ελλείμματα όσον αφορά τη Θεωρία του Νου. Διαπιστώνεται άρα έλλειμμα κατά την αναπαράσταση της νοητικής κατάστασης άλλων ατόμων, κατά την αντίληψη των προθέσεων των άλλων, και την αντίληψη εξαπατήσεων και ειρωνειών. Τα προβλήματα των ασθενών με σχιζοφρένεια στη Θεωρία του Νου δεν προέρχονται πάντως από δυσχέρειες των νοητικών λειτουργιών των ασθενών.
Οι σχιζοφρενείς, που παρουσιάζουν παράνοια είτε ψευδαίσθηση καταδίωξης, αποδίδουν την ευθύνη για κάθετι αρνητικό σε άλλα άτομα, κι όχι σε περιστάσεις(προσωποποιημένη προκατάληψη). Η απόδοση της ευθύνης σε άλλα άτομα επικρατεί και δεν μεταβάλλεται ανεξάρτητα από τα δεδομένα που παρουσιάζονται στον ασθενή. Οι ασθενείς με σχιζοφρένεια, που εμφανίζουν ψευδαισθήσεις καταδίωξης, συχνά παρουσιάζουν κοινωνικές προκαταλήψεις, στις οποίες στηρίζεται η παράνοια.
Συγγραφέας άρθρου: Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Στο σύνδρομο της σχιζοφρένειας μπορούν να διακριθούν τέσσερις επιμέρους ομάδες, σύμφωνα με τους Liddle και Barnes. Κατά την υποδιαίρεση αυτή, στην πρώτη υποκατηγορία της διαταραχής, παρουσιάζονται αρνητικά συμπτώματα, καθώς διαπιστώνεται μείωση στην αιματική ροή στον μετωπιαίο λοβό των ασθενών.
Τα άτομα αυτά αργούν περισσότερο να αντιδράσουν, εμφανίζουν λιγότερες αυθόρμητες κινήσεις, έχουν αργές κινήσεις και επιτυγχάνουν ελάχιστες ψυχαγωγικές δράσεις. Οι ασθενείς που ανήκουν σε αυτή την ομάδα επίσης έχουν απάθεια, και εμφανίζουν επίπεδο συναίσθημα, ενώ δεν εκδηλώνουν οικειότητα, και κατά την αλληλεπίδραση με άλλα άτομα δυσκολεύονται στην έκφραση με χειρονομίες.
Στην περίπτωση της δεύτερης ομάδας της σχιζοφρένειας δεν υπάρχουν μετωπιαίες δυσλειτουργίες. Τα άτομα αυτά έχουν παραλογισμό, παρουσιάζουν αποδιοργάνωση της σκέψης και εκδηλώνουν ανησυχία. Η συναισθηματική τους λειτουργία είναι μη κατάλληλη, όπως και η συμπεριφορά τους, η οποία και μπορεί να περιλαμβάνει επιθετικές εκδηλώσεις.
Οι ασθενείς της τρίτης υποδιαίρεσης παρουσιάζουν ψευδαισθήσεις και παραληρηματικές ιδέες. Συγκεκριμένα, το άτομο πιστεύει ότι οι άλλοι μπορούν να διαβάσουν τις σκέψεις του, ειτε να πάρουν ή να ελέγξουν ή να αναμεταδώσουν τις σκέψεις του.
Στην τέταρτη ομάδα της διαταραχής ανήκουν ασθενείς με παραληρηματικές ιδέες αναφοράς και καχύποπτες αντιδράσεις. Στις περιπτώσεις αυτές της νόσου το άτομο συμπεριφέρεται με εχθρικό τρόπο.
Όπως συμπεραίνεται από έρευνες σε δίδυμα παιδιά και σε παιδιά, που έχουν υιοθετηθεί, η διαταραχή της σχιζοφρένειας συνδέεται με κληρονομικούς παράγοντες. Φαίνεται πως κάποια γονίδια σχετίζονται με τη συγκεκριμένη νόσο ή πως η "ευπάθεια" στο να νοσήσει κάποιος μεταδίδεται κληρονομικά, και κάποια στοιχεία ενεργοποιούν τελικά τη νόσο.
Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος που έχει κληρονομική προδιάθεση για τη σχιζοφρένεια, να μη νοσήσει τελικά, εξαιτίας επιδράσεων περιβαλλοντικών, που δεν προάγουν την ανάπτυξη της νόσου. Δηλαδή παρόλο που υπάρχει η κληρονομικότητα για τη διαταραχή, η σχιζοφρένεια μπορεί να μην παρουσιάζεται στο άτομο.
Δεν έχει διαπιστωθεί σε μελέτες η ύπαρξη ενός συγκεκριμένου γονιδίου, που να αφορά τη σχιζοφρένεια, αναπτύσσοντάς την από μόνο του, αν και έχουν διαπιστωθεί αρκετά γονίδια που μπορεί να αντιστοιχούν στη διαταραχή. Υπάρχει περίπτωση τα μη κωδικοποιημένα RNA (ncRNA) να παίζουν κάποιο ρόλο στην τροποποίηση της εκδήλωσης γενετικών παραγόντων. Το μη κωδικοποιημένο RNA (ncRNA) αποτελείται από μόρια του RNA και παίζει ρόλο στη ρύθμιση μηχανισμών των κυττάρων.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες φαίνεται να επηρεάζουν την εκδήλωση της νόσου της σχιζοφρένειας, καθώς στοιχεία όπως η διαβίωση σε μεγάλες πόλεις, η μετανάστευση, η χρήση κάνναβης και η ύπαρξη τραυμάτων συνδέονται με την εμφάνιση της διαταραχής σε μεγάλο βαθμό. Έτσι, στην αναζήτηση των αιτιολογικών παραγόντων της νόσου εμπεριέχονται οι τρόποι αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα γονίδια και τις περιβαλλοντικές επιδράσεις.
Η μελέτη της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα γονίδια και το περιβάλλον του ατόμου είναι στα ενδιαφέροντα της Ψυχολογίας, της Ψυχιατρικής, της Γενετικής, της Νευροεπιστήμης, της Φαρμακολογίας και της Επιδημιολογίας. Οι μελέτες στην Ψυχιατρική οδηγούν σε συμπεράσματα, που μας κάνουν να εστιάζουμε στην αποκωδικοποίηση του πώς φυσικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν με παράγοντες ανατροφής, καταλήγοντας σε ψυχωσικές διαταραχές..Σε αυτό το πλαίσιο συλλογισμού, δεν θεωρούμε ότι τα γονίδια ή κάποιες περιβαλλοντικές επιδράσεις από μόνα τους προκαλούν τη νόσο, αλλά ότι η σχιζοφρένεια προέρχεται από την αλληλεπίδραση γονιδίων - περιβάλλοντος.
Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.
Τα άτομα, που πάσχουν από σχιζοφρένεια, εμφανίζουν συχνά αναπτυξιακά προβλήματα από την παιδική ηλικία, κάτι που μπορεί να σημαίνει ότι έχει ξεκινήσει να αναπτύσσεται η νόσος ή ότι υπάρχει αυξημένη πιθανότητα στην ανάπτυξη της νόσου. Συγκεκριμένα, αυτό που βλέπουμε στα παιδιά είναι ότι εμφανίζουν ικανότητες με κάποια καθυστέρηση απ' ότι θα περιμέναμε, ότι είναι απομονωμένα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, ενώ στη σχολική ζωή αναπτύσσουν άγχος και χαμηλά επιτεύγματα.
Κι ενώ οι αναπτυξιακές αυτές δυσχέρειες των παιδιών έχουν σχέση με τη διαταραχή, τα αναπτυξιακά προβλήματα δεν περιορίζονται μόνο στην παιδική ηλικία. Από την περίοδο πριν τη γέννηση μπορεί να υπάρχει εγκεφαλική βλάβη εξαιτίας κάποιας ιογενούς λοίμωξης. Έχει διαπιστωθεί ότι συχνά τα άτομα με σχιζοφρένεια έχουν γεννηθεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα, κι ενώ οι μητέρες κατά την περίοδο της μέσης της εγκυμοσύνης τους είχαν νοσήσει από γρίπη.
Κάποια στοιχεία φαίνεται να αναπτύσσουν μια προδιάθεση για τη νόσο της σχιζοφρένειας, και συγκεκριμένα πρόκειται για την ασθένεια της εγκύου κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, τη γέννηση του παιδιού κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και την ύπαρξη επιπλοκών στον τοκετό. Κάποιες φορές παρουσιάζεται τραυματισμός στον εγκέφαλο κατά την προγεννητική περίοδο ή την νεογνική περίοδο. Ο τραυματισμός μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλική βλάβη στους κροταφικούς λοβούς.
Οι ασθενείς με σχιζοφρένεια παρουσιάζουν εγκεφαλικές ανωμαλίες, και μάλιστα εμφανίζεται πρόβλημα στην κατανομή των διάμεσων νευρώνων στη λευκή ουσία του μετωπιαίου λοβού. Οι συγκεκριμένοι νευρώνες προέρχονται από το εμβρυολογικό υπόστρωμα, που διαμορφώνει τη μετανάστευση νευρώνων. Ακόμη, είναι περιορισμένοι αριθμητικά οι νευρώνες τουλάχιστον σε μία στοιβάδα στην πρόσθια έλικα του προσαγωγίου, και περιορισμένες οι συγκεντρώσεις μακρών στηλών νευρώνων στους ινιακούς λοβούς.
Μπορούμε να κατανοήσουμε την αιτιολογία της διαταραχής δίνοντας έμφαση σε δημογραφικούς παράγοντες, κι ενώ δεν υπάρχει κληρονομικότητα στην οικογένεια για τη συγκεκριμένη νόσο. Παράγοντες όπως οι χειμερινοί μήνες της γέννησης του παιδιού και η διαβίωση σε αστικό περιβάλλον ενισχύουν την πιθανότητα ανάπτυξης της διαταραχής. Και στις περιπτώσεις αυτές δεν εμφανίζεται η νόσος της σχιζοφρένειας σε μέλη της οικογένειας του ατόμου.
Σουσουγένη Ευαγγελία, ψυχολόγος, MSc.